- ἰθυφανές
- ἰθυφανήςdirect incidence of lightmasc/fem voc sgἰθυφανήςdirect incidence of lightneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιθυφανής — ἰθυφανής, ές (Α) φρ. «κατ ἰθυφανές» με ιθυφάνεια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φανής (< θ. φαν τού φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ φάν ην), πρβλ. οφθαλμο φανής, πασι φανής] … Dictionary of Greek